ανθυπνωτικός

ανθυπνωτικός
η , ό[ν] отгоняющий сон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανθυπνωτικός" в других словарях:

  • ανθυπνωτικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τον ύπνο, την υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπνωτικός. Η λ. ανθυπνωτικόν, το μαρτυρείται από το 1877 στον λόγιο και συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»